Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα δίδυμα

См. также в других словарях:

  • Διδύμα — Διδύμᾱ , Διδύμη fem nom/voc/acc dual Διδύμᾱ , Διδύμη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδύμα — διδύμᾱ , δίδυμος double fem nom/voc/acc dual διδύμᾱ , δίδυμος double fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διδύμᾳ — Διδύμᾱͅ , Διδύμη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδύμᾳ — διδύμᾱͅ , δίδυμος double fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίδυμα — Sp Didima Ap Δίδυμα/Didyma L P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • διωικά δίδυμα — Δίδυμα που αναπτύχθηκαν από δύο χωριστά γονιμοποιημένα ωάρια και κατά συνέπεια είναι γενετικά και φαινοτυπικά ανόμοια μεταξύ τους. Ονομάζονται και διζυγωτικά δ. Τα δ.δ. διαφέρουν μεταξύ τους όσο και τα άτομα που προήλθαν από απλές γεννήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • δίδυμα — Βιολογική εξαίρεση του ανθρώπινου είδους που συνίσταται στη γέννηση δύο (ή περισσότερων: τρίδυμα κλπ.) ανθρώπινων όντων με έναν μόνο τοκετό. Η συχνότητα δίδυμων κυήσεων ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα: o μέσος στατιστικός δείκτης κυμαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • Δίδυμα — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 1.254 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ερμιονίδος του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στους νότιους πρόποδες του όρους Διδύμου, Β του Κρανιδίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κρανιδίου …   Dictionary of Greek

  • δίδυμα — δίδυμος double neut nom/voc/acc pl δίδυμος double neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίδυμοι ή Δίδυμα — Αρχαία πόλη της Ιωνίας στα Ν της Μιλήτου, όπου βρίσκεται η σημερινή πόλη Γέροντας. Η ονομασία της θεωρείται καρικής προέλευσης, από τους Κάρες που ήταν εγκατεστημένοι κάποτε εκεί. Έγινε ονομαστή από το αρχαιότατο μαντείο του ναού του Διδυμαίου… …   Dictionary of Greek

  • Έξω Διδύμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 76 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»